- αὐτοκρατορεύω
- αὐτο-κρᾰτορεύω,A to be or become Emperor, D.C.69.4, POxy.33 ii 9 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοκρατορεύειν — αὐτοκρατορεύω to be pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορεύσας — αὐτοκρατορεύσᾱς , αὐτοκρατορεύω to be aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)